ετεροκρασία

ετεροκρασία
η
η ανάμιξη στο αίμα ξένων ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -κρασία (< -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. α-κρασία, ευ-κρασία κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ετεροκρασικός — ή, ό [ετεροκρασία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετεροκρασία 2. αυτός που πάσχει από ετεροκρασία …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”